- (ε)σοδεύω
- (ε)σοδιάζω μετ.1) собирать, снимать урожай; 2) иметь доход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σοδεύω — Ν 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση τού αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)] … Dictionary of Greek
εσοδεύω — και σοδεύω και σοδιάζω [έσοδο] 1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα 2. έχω ως εισόδημα … Dictionary of Greek
σοδιάζω — Ν σοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση τού αρκτικού / i /] … Dictionary of Greek
εσοδεύω — και σοδεύω 1. μαζεύω καρπούς και γεννήματα. 2. εισπράττω εισοδήματα (αντίθ. (ε)ξοδεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)